- οπλοφύλακας
- ο (Α ὁπλοφύλαξ)ο υπεύθυνος για τη φύλαξη τών όπλωναρχ.προσωνυμία τού Ηρακλέους στη Σμύρνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + φύλαξ (πρβλ. σωματο-φύλαξ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek